Πυλές

Πυλές
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αμανίδες πύλες — Στενά στο όρος Αμανό της Κιλικίας. To πρώτο, που οδηγεί στην Κιλικία, λεγόταν και «Κιλίκιαι Πύλαι» (Στράβων), ενώ κατά τον Μεσαίωνα ονομαζόταν Πορτέλα. Σήμερα, στα τουρκικά λέγεται Σακάλ Τουτάν. H θέση παρουσιάζει μεγάλη στρατηγική σημασία και… …   Dictionary of Greek

  • Δημιάδες Πύλες — Μεγάλη πύλη των Αθηνών, που παλαιότερα ονομαζόταν Θριάσιαι Πύλαι ή Ιερά Πύλη, επειδή από εκεί ξεκινούσε η Ιερά οδός. Την Ιερά οδό ακολουθούσε η ελευσινιακή πομπή στην πορεία της από το Θριάσιο πεδίο προς την Ελευσίνα. Λεγόταν και Κεραμεικαί Πύλαι …   Dictionary of Greek

  • Σιδηρές Πύλες — Ονομασία διαφόρων στενωπών στα Βαλκάνια. Η γνωστότερη είναι ένα στενό και βραχώδες πέρασμα, μήκους περίπου 3 χλμ., μεταξύ των ρουμανικών πόλεων Όρσοβα και Τούρνου Σεβερίν, κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Η περιοχή αυτή… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”